- πρωτόγονοι
- πρωτόγονοςfirst-bornmasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πριμιτιβισμός — Με τον όρο αυτό ορίζεται συνήθως η τάση της μελέτης, μίμησης, ανακάλυψης ή επανεκτίμησης της τέχνης των πρωτόγονων. Ο όρος πρωτόγονος έχει ωστόσο πολλές σημασίες, οι κυριότερες από τις οποίες είναι οι ακόλουθες: πρωτόγονοι ή αλλιώς πριμιτίφ, όπως … Dictionary of Greek
ανιμισμός — Θεωρία που αποδίδει όλα τα φυσικά φαινόμενα σε μια πνευματική δύναμη ή ψυχή (από το λατινικό anima)ξεχωριστή από την ύλη. Στη βιολογία και στην ψυχολογία, o α. βασίζεται στην πεποίθηση ότι η ψυχή είναι άυλο στοιχείο, που συνεργάζεται με το σώμα… … Dictionary of Greek
αριθμός — Η έννοια αυτή σχηματίζεται (με διάφορες γενικεύσεις) από την απλούστερη έννοια του φυσικού α. Ένας γενικός ορισμός της έννοιας είναι δύσκολο να δοθεί, αν όχι αδύνατο. Στην καθημερινή ζωή ο όρος χρησιμοποιείται με την έννοια του φυσικού ή του… … Dictionary of Greek
πρωτόγονος — η, ο / πρωτόγονος, η, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος Α 1. αυτός που υπήρξε στην αρχή, ο αρχέγονος (α. «ευρήματα πρωτόγονων πολιτισμών» β. «κοινωνία καὶ ἁρμονία τῆς πρωτογόνου ὀρχήσεως δείγματά ἐστι», Λουκιαν.) 2. το ουδ. ως ουσ. το πρωτόγονο(ν), το φυτό… … Dictionary of Greek
Dioses primordiales de la mitología griega — Saltar a navegación, búsqueda Los dioses primordiales de la mitología griega, también llamados Protogonos (en griego antiguo Πρωτογονος Prôtogonos o Πρωτογενος Prôtogenos, plural Πρωτογονοι o Πρωτογενοι, ‘nacido primero’, ‘primordial’) son las… … Wikipedia Español
Dioses primordiales de la mitología griega — Los dioses primordiales de la mitología griega, también llamados Protogonos (en griego Πρωτογονος Prôtogonos o Πρωτογενος Prôtogenos, plural Πρωτογονοι o Πρωτογενοι, «nacido primero», «primordial») eran las deidades que nacieron en primer lugar,… … Enciclopedia Universal
Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… … Dictionary of Greek
αθλητισμός — Η επίδοση στα αθλήματα, η εκγύμναση του σώματος. Με μια ειδικότερη έννοια, ο όρος αναφέρεται σε ένα σύνολο αθλημάτων, που ξεκινούν από τις φυσικές σωματικές ασκήσεις του ανθρώπου (βάδισμα, τρέξιμο, άλματα, ρίψεις). Αρχικά, ήταν η συστηματική… … Dictionary of Greek
αλιεία — Πλουτοπαραγωγικός πόρος μιας χώρας που προέρχεται από τη συλλογή και την εμπορία ψαριών. Δραστηριότητα του ανθρώπου που αποβλέπει στη θήρα ψαριών και άλλων ειδών που ζουν μέσα στα νερά. Η δραστηριότητα αυτή είναι πανάρχαια –μόνη προγενέστερή της… … Dictionary of Greek
αμυγδάλα — Λίθινα κατασκευάσματα της κατώτερης παλαιολιθικής εποχής σε σχήμα αμυγδάλου. Μερικοί μελετητές έχουν προτείνει να περιληφθεί σε μία και μόνη φάση η κατώτερη παλαιολιθική εποχή (δηλαδή η αχελλαία ή χελλαία περίοδος), με την ονομασία αμυγδαλινή… … Dictionary of Greek